- ασθματικός
- -ή, -ό (AM ἀσθματικός, -ή, -όν) [άσθμα]αυτός που πάσχει από δύσπνοια, από άσθμανεοελλ.ο ταχύτατος, αυτός που προκαλεί λαχάνιασμα («ασθματικός ρυθμός»)αρχ.εκείνος που αναπνέει με δυσκολία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀσθματικός — suffering from dyspnoea masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασθματικός — ή, ό αυτός που υποφέρει από άσθμα: Είναι κάμποσα χρόνια ασθματικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσθματικά — ἀσθματικός suffering from dyspnoea neut nom/voc/acc pl ἀσθματικά̱ , ἀσθματικός suffering from dyspnoea fem nom/voc/acc dual ἀσθματικά̱ , ἀσθματικός suffering from dyspnoea fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθματικῶν — ἀσθματικός suffering from dyspnoea fem gen pl ἀσθματικός suffering from dyspnoea masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθματικόν — ἀσθματικός suffering from dyspnoea masc acc sg ἀσθματικός suffering from dyspnoea neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθματικοῖο — ἀσθματικός suffering from dyspnoea masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθματικοῖς — ἀσθματικός suffering from dyspnoea masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθματικοί — ἀσθματικός suffering from dyspnoea masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθματικούς — ἀσθματικός suffering from dyspnoea masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσθματικήν — ἀσθματικός suffering from dyspnoea fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)